- μἀλλά
- ἀλλά , ἀλλάotheruiseindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μάλλα — Αρχαία πόλη της Κρήτης. Αν και δεν αναφέρεται σε αρχαία κείμενα, έγινε γνωστή από τρεις επιγραφές. Η πρώτη επιγραφή, του 3ου αι. π.Χ., αποτελούσε σύμβαση συμμαχίας και φιλίας μεταξύ της πόλης Λύττου, η οποία βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της… … Dictionary of Greek
αδρομάλλης — μάλλα και μαλλούσα, μάλλικο (συνήθως για ζώα) αυτός που έχει αδρό, πυκνό τρίχωμα ή μαλλιά, πυκνόμαλλος, δασύτριχος, μαλλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + μαλλί] … Dictionary of Greek
μη αλλά — μὴ ἀλλά και, με κράση, μἀλλά (Α) (ελλειπτ. φρ. μόνο σε αποκρίσεις, αντί τού μή γένοιτο, αλλά..., μή λέγε τοῡτο, ἀλλά...) όχι, αλλά, όχι δα («σὲ δὲ ταῡτ ἀρέσκει; Μἀλλὰ πλεῑν ἢ μαίνομαι», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek